Δεν θα ήταν δυνατή η ζωή στις δύσκολες συνθήκες του ορεινού χωριού αν δεν κυριαρχούσαν κάποιες βασικές αξίες.
Η εργατικότητα είναι η πρώτη. Με τη σκληρή δουλειά, μετατρέπουν τις πλαγιές σε πεζούλες για καλλιέργεια. Γνωρίζουν ότι ο τόπος τους είναι φτωχός αλλά ανταμείβει τον κόπο τους. Λιγοστά αλλά θα δώσει. Θα ζήσουν λιτά, αλλά θα ζήσουν. Έτσι ακόμα και σε πολύ δύσκολες συνθήκες όπως της γερμανικής κατοχής δεν υπέφεραν. Τα έφερναν βόλτα.
Στην οικογένεια βοηθάνε όλοι. Υπάρχει καταμερισμός εργασιών. Άλλος θα πάει για τα ζώα, άλλος για πότισμα. Κάποιες μέρες, στο όργωμα, στη σπορά, στη δύσκολη δουλειά, υπάρχει συγκέντρωση όλων των δυνάμεων. Οι πιο δυνατοί στο αλέτρι και το τσαπί. Οι πιο αδύναμοι θα ακολουθούν το ζευγάρι ρίχνοντας το σπόρο και το λίπασμα.
Ελεύθερος χρόνος, ουσιαστικά, δεν υπάρχει. Πάντα κάτι έχουν να κάνουν. Ειδικά οι γυναίκες δεν ξεκουράζονται ποτέ.
Τιμούν το ψωμί που βγάζουν. Δεν το πετάνε ποτέ, γιατί είναι ιερό. Είναι το σύμβολο και η ουσία της ζωής τους. Από το πρώτο σιτάρι που θα αλέσουν θα γίνει η λειτουργιά για την εκκλησία.
Ζουν λιτά. Είναι σεμνοί και ταπεινοί, φιλότιμοι όμως, αξιοπρεπείς και υπερήφανοι.
Η ολιγάρκεια είναι στάση ζωής και φιλοσοφία. Να τα φέρουν βόλτα παλεύουν, όχι για να πλουτίσουν. Τον καθημερινό επιούσιο άρτο θέλουν να έχουν. Την οικογένειά τους θέλουν να συντηρήσουν, χωρίς να λείψουν τα βασικά, τα αναγκαία. Με αυτά που η φύση μπορεί να τους δώσει έτοιμα, με αυτά που παράγουν δουλεύοντας στα χωράφια και τα ζώα, με αυτά που θα αγοράσουν πουλώντας δικά τους προϊόντα, ή με αυτά που θα ανταλλάξουν. Η αυτάρκεια είναι η λογική της ζωής τους.
Αγαπούν το προϊόν της δουλειάς τους και το εμπιστεύονται.
Μας λέει η Σπυριδούλα Καραγεώργου:
Τότε δεν είχαμε αρρώστιες. Δεν τρώγαμε αυτά που τρώμε σήμερα. Μόνο απ’ την πεζούλα. Και ήτανε γερός ο κόσμος.
Έχουν σταθερές σχέσεις εμπιστοσύνης με το παντοπωλείο του χωριού, με τον τσαγκάρη και άλλα καταστήματα στο Θέρμο. Θα αναγκαστούν να ψωνίσουν και βερεσέ αλλά θα έρθει ο καιρός που θα πουλήσουν ζώα ή δέρματα, τα φασόλια, τις πατάτες, τα σκόρδα, το βούτυρο, τα καρύδια αλλά και το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. Αν μπορούν να κάνουν και κάποια μεροκάματα δουλεύοντας σαν μάστορες ή εργάτες ακόμα καλύτερα. Και θα ξοφλήσουν. Το ίδιο και αν χρειαστεί κάποτε να δανειστούν για να πάνε στο γιατρό ή να κάνουν κάποια επείγουσα δουλειά. Συνήθως δανείζονται μεταξύ τους. Κάποτε όμως θα χρειαστεί να καταφύγουν και σε κάποιον της περιοχής που λειτουργεί σαν τράπεζα και δανείζει συνήθως με μεγάλο επιτόκιο. Γίνονται και γραπτά συμφωνητικά, συνήθως όμως αρκούνται στο λόγο τους. Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, η εντιμότητά τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Οι οικογένειες είναι πολυμελείς. Οι παππούδες ζουν στο ίδιο σπίτι με τα παιδιά και τα εγγόνια και βοηθούν το σπίτι με όποιον τρόπο μπορούν. Οι νεότεροι αγαπούν, σέβονται και τιμούν τους ηλικιωμένους. Οι γιαγιάδες φροντίζουν τα παιδιά, γνέθουν, πλέκουν ρούχα για όλους, μαγειρεύουν. Οι παππούδες κάνουν δουλειές κοντά στο σπίτι, φροντίζουν τα εργαλεία, συμβουλεύουν. Έχοντας την πείρα και την ωριμότητα συμβουλεύουν χωρίς να βάζουν τον εαυτό τους στην πρώτη θέση, είναι δίκαιοι, λύνουν τις διαφορές και οι γνώμες τους είναι αποδεκτές. Φροντίζουν για το μέλλον της οικογένειας και της κοινότητας, απολαμβάνουν την αγάπη και το σεβασμό της οικογένειας. Μεταφέρουν τις παραδοσιακές αξίες, τις ιστορίες, τα τραγούδια, τη σοφία των προγόνων για τις καλλιέργειες, τον καιρό, τις αρρώστιες, τα βότανα, την αντιμετώπιση των δυσκολιών. Λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος με το παρελθόν, με την ευρύτερη κοινότητα.
Τα παιδιά τους ζουν πλήρως ενσωματωμένα στην οικογενειακή ζωή. Όταν δεν έχουν σχολείο βοηθάνε στις αγροτικές δουλειές. Όταν είναι ελεύθερα παίζουν ατέλειωτα στις αυλές και τα σοκάκια. Και όταν επιστρέφουν στο σπίτι κουρασμένα, πεινασμένα και πολλές φορές ξεπαγιασμένα, θα βρουν τη φωτιά αναμμένη και το λιτό φαί να περιμένει, συνήθως από τη γιαγιά. Και αυτό είναι πολύτιμο.
Τα πεθερικά βοηθούν τη νιόφερτη νύφη να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον και να αφομοιώσει τις αξίες της νέας οικογένειας.
Θυμάται η Ρήνα Κωνσταντινίδη:
Η πεθερά μ’ με καρτέρεσε. Φόραγε μια άσπρη βαμπακέλα…
Με την πεθερά μ’ πήγαμε στο λόγγο, να φέρουμε ξύλα. Ξερά και χλωρά μαζί. Γιατί δεν ξέρω.
Πολλές φορές ζουν δυο οικογένειες στο ίδιο σπίτι. Αναγκαστικά γίνονται ανεκτικοί, μαθαίνουν την τέχνη της συνύπαρξης.
Θυμάται η Γιαννούλα Ντούρου:
Ζήσαμε με τη συννυφάδα μου στο ίδιο σπίτι. Δυο δωμάτια… Ας μην είχαμε χώρο… Χωράχαμε. Δε μαλώσαμε ποτέ. Είχαμε τ’ άλλα. Αν είχαμε και τσακωμούς… Σ’ αυτό το τζάκ’ κάναμε όλες τς δλειές.
Όλοι όμως αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ζήσουν απομονωμένοι. Υπάρχει η γειτονιά, υπάρχει το χωριό, η κοινότητα.
Η γειτονιά είναι σημαντικό κοινοτικό κύτταρο. Καθώς η ζωή εκτυλίσσεται ουσιαστικά έξω από το κτίριο του σπιτιού, ξέρουν τι μαγειρεύει η γειτόνισσα και αν έχει πρόβλημα. Και τη βοηθάνε. Αύριο ίσως θα χρειαστούν και αυτοί τη βοήθεια της. Ο καθένας συνειδητοποιεί ότι χωρίς τους άλλους δε μπορεί να ζήσει. Τους θέλει και τον θέλουν. Με τα καλά και τα κακά του. Δεν φοβούνται τους ανθρώπους. Δεν υπάρχουν κλειστές αυλές. Δεν κλειδώνουν ποτέ τα σπίτια τους. Δεν παρατηρούνται κλοπές. Δανείζουν όμως συχνά και δανείζονται, εργαλεία και σκεύη.
Έχουν συναίσθηση ότι ο καθένας τους είναι μέρος μιας κοινότητας η οποία εξαρτάται από τις ατομικές συμπεριφορές και η εύρυθμη λειτουργία της τους διευκολύνει. Στη μικρή κοινότητα δεν υπήρχε περιθώριο για εγωιστικές, ατομικιστικές συμπεριφορές. Το ατομικό έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στο συλλογικό, στο κοινό καλό. Η συλλογικότητα, το συλλογικό πνεύμα τους έχει εμποτίσει.
Φυσικά υπάρχουν κανόνες. Άγραφοι αλλά ισχυροί. Και φυσικά υπάρχει και ο συνεχής έλεγχος. Κανένας δε μπορεί να κρυφτεί. Όλοι ξέρουν πού βρίσκεται και τι κάνει ο καθένας. Η συμπεριφορά τους αξιολογείται κάθε στιγμή. Επιδοκιμάζεται και απολαμβάνει τη συλλογική εκτίμηση ή αποδοκιμάζεται και απομονώνεται. Κανένας όμως δεν θέλει την απομόνωση ή πολύ περισσότερο την περιφρόνηση της ομάδας. «Ποιος αντέχει τη βοή του χωριού;» ρωτάει ο παλιός Πρόεδρος και Γραμματέας του χωριού Χριστόφορος Καραγεώργος.
Υπάρχουν και οι γραπτοί κανόνες και οι αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου. Το Κοινοτικό Συμβούλιο είναι το ανώτερο Όργανο Διοίκησης της Κοινότητας. Ενδιαφέρεται και αποφασίζει για όλα τα θέματα του χωριού. Κυρίαρχα είναι η συντήρηση των δρόμων σύνδεσης μα τα γειτονικά χωριά καθώς και των εσωτερικών δρόμων η οποία γίνεται με την προσωπική εργασία των κατοίκων, η συντήρηση αυλακιών και δεξαμενών για το πότισμα των χωραφιών, που γίνεται από τους δικαιούχους, τα θέματα των βοσκοτόπων, το πόσιμο νερό, η επίλυση διαφορών ανάμεσα στους κατοίκους και άλλα.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφασίζει λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις όλων των κατοίκων όπως αυτές εκφράζονται ανοικτά στις συζητήσεις που γίνονται συνήθως μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο θέλει να ακούσει τις γνώμες των κατοίκων. Εξάλλου γνωρίζει ότι χωρίς τη συνεργασία τους δεν έχουν νόημα οι αποφάσεις του. Ύστερα όμως από τη συζήτηση η απόφαση είναι δεσμευτική για όλους και ο καθένας οφείλει να τη σεβαστεί. Δεν νομιμοποιείται στην κοινή γνώμη.
Το πνεύμα συνεργασίας, αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης το βρίσκουμε παντού. Στις χαρές, τις λύπες, στην καθημερινότητα. Στο όργωμα, στο ξεφλούδισμα των καλαμποκιών, στο χτίσιμο των νέων σπιτιών. Όταν κάποιος ξεκινάει να χτίσει σπίτι ξέρει ότι θα έχει βοήθεια. Ειδικά στη μεταφορά των υλικών. Πέτρες και ξύλα. Είναι η λεγόμενη «παρακαλιά». Οι γυναίκες θα κουβαλήσουν κάμποσες στράτες στην πλάτη τους, οι άντρες στον ώμο τους ή με τα ζώα.
Θυμάται η Γιαννούλα Ντούρου:
Τότε τα αγκωνάρια τα φέρναμε απ΄ τη «σκάλα» παραδώθε, απ΄το μαντέμ. Πααίναμε οι γυναίκες και φορτωνόμασταν. Τόσο δα μονοπατάκι ήτανε, πως τα φέρναμε δώθε… Έβαλε ο Χαράλαμπος, να φτιάξει το σπίτι και πααινε εδώ στα Τσολκαίικα αοπέρα στο στεφάνι κι έβγαζε πέτρα. Και το βράδυ που σερίπωνε μαζώνομασταν οι γναίκες όλες, κμαντάρζαμε τα παιδιά όπως οι γίδες τα κατσίκια, και μαζώναμε πλάλα και πααίναμε εκεί. Αϊ, λέγαμε, να πάμε να φέρουμε καμιά στράτα πλάκες, να χ’νε να σκεπάσ’νε αύριο. Τ’ Χαράλαμ’, τ’ Χριστόφορ’, όποιος έφτιαχνε.
Όταν κάποιος αρρωσταίνει, τον συντρέχουν όλοι. Αν χρειαστεί θα τον μεταφέρουν ακόμα και με φορείο στο γιατρό, στο Θέρμο … Θα συντρέξουν την οικογένεια στις αγροτικές δουλειές και στο σπίτι. Αν κάποιος χάσει το ζώο του, το μεταφορικό μέσο της οικογένειας, θα του δανείσουν το δικό τους.
Φυσικά και εμφανίζονται προστριβές ανάμεσά τους αλλά προσπαθούν να επιλύουν τις διαφορές τους μόνοι τους. Αποφεύγουν τα δικαστήρια. Η επίλυση των διαφορών είναι υπόθεση της κοινοτικής ζωής.
Κοινωνική διαστρωμάτωση δεν υπάρχει. Όλοι ζουν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Βεβαίως μετράει η προσωπική δεξιοσύνη, η εργατικότητα, η κοινωνικότητα, το φιλότιμο, η συμμετοχή στο χορό, στα τραγούδι, στην παρέα.
Έχουν συναίσθηση του πεπερασμένου της ζωής και του άπειρου του χρόνου. Γνωρίζουν ότι είναι περαστικοί από τη ζωή, η οποία υπάρχει πριν από αυτούς και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτούς.
Έλεγε ο Βασίλης ο Ντούρος, άρρωστος σε κλινική:
Το ξέρω ότι θα πεθάνω. Τι να κάνουμε; Πέρασαν από εδώ… τόσοι και τόσοι…
Νοιώθουν όμως την ευθύνη τους για την πορεία της κοινότητας στο παρόν και στο μέλλον. Ξέρουν ότι είναι πάντα μακριά από τις φροντίδες του κράτους.
Υπάρχει όμως πίστη στον εαυτό τους. Πιστεύουν στις δυνάμεις τους. Συμβάλλουν όλοι για να κτίσουν τις εκκλησίες τους και το σχολείο τους και καμαρώνουν για αυτό.
Δε φοβούνται τις δύσκολες συνθήκες. Πιστεύουν πως με τη σωστή οργάνωση, τη δουλειά και την αλληλοβοήθεια μπορούν να τα ξεπερνούν.
Θυμάται ο Νίκος Γ. Κωνσταντινίδης γράφοντας για τον Παπα Λάζαρο Κωστόπουλο:
Ε, παιδάκι μ’ Νίκο, μου είπε κάποτε (ο Παπα Λάζαρος). Δρόμος να ‘ρθει εδώ στο χωριό είπες; Όχι παιδάκι μ’ μ’ αυτούς. Εκτός αν τον φέρετε εσείς με τα χεράκια σας….» «Τι εννοούσε; Ασφαλώς πως πρέπει να μεγαλώσουμε τα Αργυροπηγαδιτάκια, να καταλάβουμε θέση στην κοινωνία και να φροντίσουμε μόνοι μας να πάει ο δρόμος στο χωριό»
Πιστεύουν στη δύναμη των γραμμάτων.
Συνεχίζει ο Νίκος Γ. Κωνσταντινίδης αναφερόμενος στον Παπα Λάζαρο:
Σ’ ένα από αυτά τα μαθήματα που ήταν πειστικότατα και αποφασιστικά για πολλούς, παίρνοντας αφορμή από κάποια συζήτηση για τη μικρή τότε εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μας είπε σε έντονο και προστακτικό ύφος απευθυνόμενος προς ημάς τους νέους, τα παιδιά της εποχής εκείνης, περίπου το 1920.
«Ακούτε, εσείς που είστε νέοι. Το χωριό εκκλησία έχει, καλή είναι, αρκεί να τη διαφυλάξουμε και κάθε Κυριακή ή Γιορτή να γεμίζει από πιστούς… Το χωριό μας έχει ανάγκη να μάθουν τα παιδιά του γράμματα, γιατί είναι ντροπή να έχουμε αγράμματους τόσους Έλληνες… Το σχολείο παιδιά μου φωτίζει τους ανθρώπους και ανοίγει εκκλησίες. Εσείς θα μεγαλώσετε και τον ΑΗ ΔΗΜΗΤΡΗ…»
Γράφει ο Νίκος Γ Κωνσταντινίδης αναφερόμενος στον Παπα-Λάζαρο, ο οποίος μιλάει σαν ένας άλλος Πατρο-Κοσμάς:
«Μήπως με τη βοήθεια του Θεού, έτσι δεν έγινε. Και η εκκλησία μεγάλωσε και τόσα άλλα έργα έγιναν από τα παιδιά εκείνα…»
Κτίζουν το σχολείο τους το 1902. Το γκρεμίζουν και το ξανακτίζουν το 1940. Φροντίζουν συνέχεια για τη λειτουργία του.
Δίνουν αγώνα για να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο, στο Θέρμο ή τον Προυσό.
Είναι συμπονετικοί και φιλόξενοι. Όταν έρθει ξένος στο χωριό, πηγαίνει σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι. Αλλά και άγνωστος να είναι πάλι θα βρει κατάλυμα. Κανένας δε μένει στο δρόμο. Θα μοιραστούν το φτωχικό γεύμα της οικογένειας. Θα του στρώσουν να κοιμηθεί.
«Άνθρωπος είναι κι αυτός» λέει ο Νίκος Γ Καραγεώργος και βάζει το ζητιάνο στο σπίτι γιατί έξω κάνει κρύο.
Δεν βαρυγκωμούν, δεν τα βάζουν με το Θεό ή τον καιρό. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύουν πως, ό,τι θέλει Εκείνος θα γίνει. «‘Ό,σο θέλεις σκάψε και ό,σο θέλω θα σου δώσω» συνηθίζουν να λένε, αποδεχόμενοι την υπέρτερη δύναμη και βούληση.
Αντιμετωπίζουν με σοφία και καρτερία τα καιρικά φαινόμενα. Ξέρουν ότι θα χιονίσει. Προετοιμάζονται επομένως σωστά για το χειμώνα. Συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν καυσόξυλα για το σπίτι και τροφές για τους ανθρώπους και τα ζώα. Δεν φοβούνται το χειμώνα.
Σέβονται όμως τη δύναμη της φύσης και των καιρικών φαινομένων. Ξέρουν τι σημαίνουν τα θολά και κατεβασμένα ποτάμια. Γνωρίζουν ότι το ξερολάγκαδο μπορεί πολύ εύκολα να δώσει «κατεβασιά μεγάλη», ξεριζώνοντας δέντρα και παρασέρνοντας ανθρώπους, και το κάνουν τραγούδι, συνδέοντάς το ταυτόχρονα με την ομορφιά της αγαπημένης τους, «σαν εσένα δεν είν’ άλλη».
Παρατηρούν το νυχτερινό ουρανό και νοιώθουν δέος απέναντι στο Θείο. Ξυπνάνε πολύ πρωί, όταν έχουν δουλειές από τη νύχτα και από τη θέση των άστρων, της πούλιας, του αυγερινού υπολογίζουν πόσο θέλει ακόμα να φέξει και αν είναι ώρα να κινήσουν για δουλειές, να ταΐσουν τα ζώα, να ξεκινήσουν για ταξίδι.
Χαίρονται την ομορφιά της φύσης και την τραγουδούν. «Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί κι ανέβα σε δεντράκι…» Αυτή η ομορφιά καλλιεργεί την εκτίμησή τους απέναντι στη Φύση και τη Ζωή, νοιώθουν ένα είδος ευγνωμοσύνης που ζουν, νιώθουν τη ζωή τους συνταιριασμένη με το φυσικό τους περιβάλλον. «Απάνω στην Τριανταφυλλιά, στήνει μια πέρδικα φωλιά».
Κουράζονται αλλά είναι με τον τρόπο τους ευτυχισμένοι. Ζουν, ανασταίνοντας τις φαμίλιες τους, στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν και με τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν. Περιμένουν τις γιορτές για να ξεκουραστούν και να χαρούν. Φοράνε τα καλά τους. Οι άντρες θα ξυριστούν, θα φορέσουν το άσπρο τους πουκάμισο. Οι γυναίκες θα φορέσουν το καλό τους φόρεμα. Πάνε όλοι στην εκκλησία, στη συνέχεια στα σπίτια για τα χρόνια πολλά, θα τραγουδήσουν, θα χορέψουν. Ευκαιρίες για διασκέδαση είναι ακόμα το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου, το τριήμερο του Πάσχα και φυσικά οι Γάμοι.
Θυμάται ο Γιάννης Κότσαλος:
Θυμάμαι το χορό του Αγίου Δημητρίου. Άμα τελείωνε η εκκλησία βγαίναμε όξω κι αρχίναγαν το χορό. Θυμάμαι, μικρός εγώ, 32 φουστανελλάδες. Όλοι με φουστανέλλες χορεύανε. Και οι γυναίκες με τα φορέματα με την «κούδα», τις αλυσίδες. Αυτή ήταν η καλύτερη φορεσιά.
Τα τραγούδια τους μιλάνε για την αγάπη, τη φύση, τα ποτάμια, τα πουλιά, για την ελευθερία και τους αγώνες των κλεφτών. Μεταφέρουν αξίες, διαπαιδαγωγούν τα νέα μέλη της κοινότητας. Τηρούν και σέβονται τις παραδόσεις. Γιατί γνωρίζουν ότι οι παραδόσεις είναι συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας τους. «Έτσι το βρήκαμε, έτσι θα τα’ αφήσουμε» λένε πολλές φορές.
Φροντίζουν να διατηρούν το σπιτικό τους όμορφο, περιποιημένο και καθαρό. Το νερό, το σαπούνι και ο ασβέστης είναι τα εργαλεία τους.
Λέει η Ρήνα Κωνσταντινίδη:
Η μάνα μ’ δε ξέμεινε ποτέ από σαπούνι. Πού το ‘βρισκε δεν ξέρω
Δείχνουν την αγάπη τους για την ομορφιά με τα στολίδια στα ρούχα, στα κεντητά και τα υφαντά τους, με τα πανέμορφα λουλούδια στις αυλές τους.
Φροντίζουν τα σοκάκια τους, τις βρύσες τους, τις εκκλησίες τους.
Η ζωή τους είναι ένας συνεχής αγώνας για την οικογένειά τους, το σπίτι τους, το νοικοκυριό τους και το χωριό τους. Αγαπούν και τιμούν τον τόπο τους γιατί αυτός ο τόπος εξασφαλίζει τη ζωή τους.
Μπορείτε να διαβάσετε τα κείμενα:
1. ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΡΓΥΡΟΠΗΓΑΔΙΤΩΝ -Ο ΠΑΠΑ ΛΑΖΑΡΟΣ, του Νίκου Γ. Κωνσταντινίδη
2. Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ, του Δημήτρη Τσόλκα
3. ΕΚΡΗΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, του Αθανασίου Β. Πυρπύλη
4. ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Φιλοξενία, της Βασιλικής Νικ. Καραγεώργου
5. ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Αξίες, της Βασιλικής Νικ. Καραγεώργου
6. «Στη Μάνα μου», της Μαρίας Καραγεώργου Τσόλκα
Μπορείτε να ακούσετε τα τραγούδια:
από το Γιώργο Ι Κωνσταντινίδη :
1. Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί
2. Λαγκάδι ξερολάγκαδο
3. Νεραντζούλα
4. Παιδιά μ’ γιατί ‘στε ανάλλαγα
Και από παρέα χωριανών τα :
1. Σαν πήρα ένα κατήφορο
2. Βλαχούλα εροβόλαγε
3. Σηκώσ’ απάνω Γιάννο μου
4. Ο γέρο Λίγγος